αλφιτοσκόπος

αλφιτοσκόπος
ἀλφιτοσκόπος, ο (Α)
κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -σκόπος < σκοπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλφιτοσκόποι — ἀλφιτοσκόπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”